Ο ΠΟΙΗΤΗΣ, Ο ΙΗΣΟΥΣ ΚΑΙ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΚΤΙΣΗΣ

Ηλίας Λάγιος, Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία (ένα πόνημα θεολογικόν), 1η εκδ. Ερατώ

“οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και  συνωδίνει άχρι του νυν”, Προς Ρωμαίους, 8, 22

Δύο κατηγορίες δημιουργών μπορούμε να ξεχωρίσουμε. Από τη μία υπάρχουν εκείνοι που, όπως λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης, σαν τους γύφτους έχουν στο χέρι τους ένα μόνο σφυρί και σφυροκοπάνε αδιάκοπα στο ίδιο αμόνι. Αυτοί είναι οι περισσότεροι και τα χτυπήματά τους μπορεί να ακούγονται καμιά φορά μονότονα, μα βγάζουν ολοένα βαθύτερο ήχο ή πιο ανάλαφρο και πιο μελωδικό, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και τις καλλιτεχνικές τους προθέσεις. Συμβαίνει όμως ορισμένοι δημιουργοί να μην μπορούν να ικανοποιηθούν για πολύ καιρό με την καλλιέργεια του κατακτημένου υλικού τους και με την εμβάθυνση στο αναγνωρίσιμο ιδίωμά τους· και έτσι δοκιμάζουν διαρκώς νέους τρόπους και αναπάντεχα μέσα για να επιτύχουν την πιστότερη έκφραση της προσωπικής τους αγωνίας ή των νοητικών τους αναζητήσεων. Δεν είναι πάντα αυτοί οι καλύτεροι και τα αποτελέσματα των τολμηρών τους πειραματισμών ή των συνεχών τους μεταμορφώσεων δεν είναι, κατ’ ανάγκην, εφάμιλλα των προθέσεών τους. Τα πρωτότυπα όμως εγχειρήματά τους σπανίως στερούνται κάποιου ενδιαφέροντος.     

Τέτοια είναι η περίπτωση του ποιητή Ηλία Λάγιου, ο οποίος από την αρχή σχεδόν της διαδρομής του δεν έχει πάψει με κάθε νέο του βιβλίο να εκπλήσσει τον αναγνώστη, τόσο αυτόν που γνωρίζει την ποιητική του πορεία όσο κι εκείνον που ανυποψίαστος πρωτοπιάνει στα χέρια του κάποιο έργο του ποιητή. Μια ικανότητα που μπορεί να συγκριθεί με την ανάλογη του Ελύτη και είναι βέβαιο πως δεν θα βρεθεί να υπολείπεται καθόλου σε δύναμη μεταμόρφωσης από τον μεγάλο μας ποιητή· πόσο μάλλον που ο Ελύτης εκδήλωνε, κυρίως, στη μορφή των έργων του τη θαυμαστή του επινοητικότητα, ενώ ο Λάγιος μετακινείται με μεγάλα βήματα τόσο στην όψη όσο και στο περιεχόμενο των ποιητικών του κατορθωμάτων (ελπίζω να μου επιτραπεί, για μια φορά και για τεχνικούς μόνο λόγους, αυτός ο τεχνητός διαχωρισμός μορφής και περιεχομένου). Με την προηγηθείσα, και ανολοκλήρωτη, Αρπαγή της Κούτας δοκίμασε τη φόρμα του μεγάλου αφηγηματικού ποιήματος (γεμάτου ωστόσο με εξαίσια λυρικά ευρήματα) και το τάνυσμα του γλωσσικού και ορθογραφικού του ιδιώματος ως τα όρια της αναγνωσιμότητας· ενώ θεματικά, σ’ εκείνο το έργο του, η έμπνευσή του εκτείνεται – άλλοτε με άνεση και άλλοτε καταχρηστικά – από την επική παρωδία και το λαϊκό ανάγνωσμα ως την ψυχολογική πραγματεία περί εγκλεισμού.

Ηλίας Λάγιος

Με το τελευταίο του ποιητικό βιβλίο, ένα πόνημα θεολογικόν, όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, με τον τίτλο Ο Άνθρωπος από τη Γαλιλαία, ο Λάγιος έρχεται να προσθέσει ακόμη ένα δημιούργημα στη μεγάλη παράδοση των χριστολογικών έργων που έχουν να επιδείξουν οι αιώνες σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο και αλλού. Σε όλες τις γλώσσες και σε όλες τις εποχές έχουν εμφανιστεί πεζά και ποιητικά έργα, που πραγματεύονται τα ζητήματα της ενανθρώπισης, του προσώπου, του ιστορικού βίου και της διδασκαλίας του Ιησού· άλλοτε με ορθόδοξη και ευλαβική διάθεση και άλλοτε με αιρετική ή βλάσφημη πρόθεση, άλλες φορές τονίζοντας την ανθρώπινη διάσταση του Θεανθρώπου και  άλλες ακολουθώντας πιστά την ευαγγελική μαρτυρία. Ο μεγαλύτερος ίσως αραβόφωνος ποιητής των χρόνων μας, ο Άδωνις, θεωρεί τον Χριστό τον μεγαλύτερο επαναστάτη της ανθρωπότητας κι είναι αυτή μία από τις ισχυρότερες τάσεις της χριστολογικής μυθοπλασίας: η μεγαλύτερη άρνηση σε ολόκληρη την Ιστορία ενσαρκώθηκε σε αυτόν τον άνθρωπο που τόλμησε να αρνηθεί τον θεμελιακό Νόμο του κόσμου, τον μωσαϊκό Νόμο. Και αν στην πεζογραφία το πρόσωπο του Χριστού δεν έχει πάψει ως σήμερα να εμφανίζεται με ποικίλες μορφές (αρκεί μόνο να θυμίσουμε το εξαιρετικό Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο του άθεου Ζοζέ Σαραμάγκου), η ποίηση των καιρών μας μοιάζει να θεωρεί ανεπίκαιρο το θέμα αυτό. Σχεδόν όλοι οι ποιητές που έγραψαν για τον Ιησού ανήκουν σε μια πνευματική παράδοση που μοιάζει να έχει σιγήσει ή να μη λειτουργεί πια εδώ και δεκαετίες· γεγονός που τονίζει ακόμη περισσότερο την πρωτοτυπία και την τόλμη, ενδεχομένως, του Ηλία Λάγιου, που επέλεξε στις μέρες μας να χρησιμοποιήσει για θέμα της ποίησής του τη ζωή και τη διδασκαλία του Χριστού.

Η ποιητική αυτή σύνθεση (γιατί πρόκειται χωρίς αμφιβολία για συνθετικό ποίημα και όχι για μια συλλογή συναφών κατά τη μορφή και το θέμα ποιημάτων) αποτελείται από δεκαεννέα έμμετρα και ομοιοκατάληκτα ποιήματα, τα οποία επιλέγουν, αναδεικνύουν και παρουσιάζουν ισάριθμα (σχεδόν) επεισόδια από την ιστορική παρουσία του Ιησού. Η σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη, η βάπτιση του Χριστού από τον Ιωάννη, η ανάσταση του Λαζάρου, ο κήπος της Γεσθημανής, το φίλημα του Ιούδα, η Σταύρωση είναι μερικά μόνο από αυτά, τα γνωστότερα ίσως. Κεντρική και σημαίνουσα, όπως θα δούμε, θέση στην όλη σύνθεση κατέχει το μεγαλύτερο ποίημα του βιβλίου Η Μαγδαληνή κατά τον θρύλο, που βρίσκεται ακριβώς στο μέσον του, ενώ συμμετρικά απέναντι ξεχωρίζουν τα δύο μικρότερα ποιήματα, ο Πρώτος και ο Δεύτερος Παρακλητικός. Μεταξύ των ποιημάτων παρεμβάλλεται ένας αρκετά μεγάλος αριθμός πατερικών και λειτουργικών κειμένων, τα οποία σχολιάζουν και ερμηνεύουν, κατά την “επίσημη” εκκλησιαστική ερμηνευτική, τα προηγουμένως εκτεθέντα από τον ποιητή γεγονότα και περιστατικά.

Και αν η σαφής αρχιτεκτονική του Ανθρώπου από τη Γαλιλαία ανακαλεί ανάλογα δομικά κατορθώματα της ποίησης τού Οδυσσέα Ελύτη (κι είναι ήδη η δεύτερη φορά που τον αναφέρουμε εδώ), η θεματική της συνθέσεως δεν μπορεί παρά να φέρει στον νου του αναγνώστη ποιήματα από το Πάσχα των Ελλήνων του Άγγελου Σικελιανού (Η Γέννηση, Ο Δωδεκαετής, Ο Ιησούς στη Βηθανία, Μαγδαληνή) ή του Τάκη Παπατσώνη (Κατά την Γέννησιν του Κυρίου, Του Λαζάρου, Κατά τον Δείπνον), για να σταθούμε μόνο στους δύο αυτούς ποιητές που θα είναι, ενδεχομένως, και προσφιλείς στον Ηλία Λάγιο. Ακόμη όμως και αν στις σελίδες της ποιητικής αυτής σύνθεσης συναντάμε τα περισσότερα από τα κύρια γεγονότα που αφηγούνται οι τέσσερις Ευαγγελιστές, οι προθέσεις του Λάγιου σε τούτο το βιβλίο δεν περιορίζονται στην προσθήκη μιας ακόμη απλής εξιστόρησης του βίου, των θαυμάτων και της διδασκαλίας του Ιησού Χριστού. Δεν ονομάζει τυχαία θεολογικόπόνημα το ποίημά του ο ποιητής. Στο μήκος ολόκληρου του βιβλίου τίθεται ένα κεντρικό θεολογικό ζήτημα και αναπτύσσεται με σαφήνεια ένα επιχείρημα, το οποίο ούτε στιγμή δεν έχει πάψει να βασανίζει τον άνθρωπο, πιστό ή όχι: το πρόβλημα που θέτει η αδυσώπητη και αδιάκοπη ύπαρξη του κακού στον κόσμο.

Οι σεισμοί, οι επιδημίες, ο θάνατος αθώων ανθρώπων και μάλιστα παιδιών, οι φυσικές καταστροφές και οι ανίατες ασθένειες, η πείνα και ο πόλεμος, οι πλημμύρες  – όσα έχουμε συνηθίσει με μια λέξη να ονομάζουμε θεομηνίες (και μόνο η λέξη που χρησιμοποιούμε εισάγει στον προβληματισμό) εγείρουν με την ύπαρξή τους το ζήτημα της δικαιοσύνης, της φιλευσπλαχνίας και της αγάπης του Θεού. Ένας Θεός που επιτρέπει, αν δεν το προκαλεί κιόλας, να υφίσταται το κακό στον κόσμο – και μάλιστα σε πολυάριθμες εκφάνσεις και με τέτοια ένταση – μπορεί δικαιολογημένα να κατηγορηθεί για αδιαφορία και για απάθεια, για αναισθησία ή και για σκληρότητα απέναντι στην ανθρωπότητα, η οποία επιπλέον λογίζεται δικό του δημιούργημα. Εδώ και αιώνες δεν έχουν πάψει τέτοιες κατηγορίες ν’ ακούγονται, άλλοτε με οργή και άλλοτε με απελπισία, από τα χείλη των ανθρώπων. Αναρωτιέται ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος: πού έστιν η δικαιοσύνη του Θεού; Για ν’ απαντήσει ο ίδιος προλαβαίνοντας την παρανόηση και τη βλασφημία: μη καλέσεις τον Θεόν δίκαιον, ότι η δικαιοσύνη αυτού ου γνωρίζεται εν τοις πράγμασί σου… Εδώ και αιώνες επίσης οι πατέρες της εκκλησίας έχουν δοκιμάσει ποικίλες ερμηνείες σε τούτο το εναγώνιο και δίκαιο ερώτημα, με ισχυρότερη εκείνη που παραδέχεται την ύπαρξη του κακού στον κόσμο ως άμεση συνέπεια της πτώσης των πρωτόπλαστων. Και αφού αυτή η τελευταία υπήρξε αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησής τους, οποιαδήποτε θεϊκή παρέμβαση στις συνέπειες της πτώσης θα ισοδυναμούσε με περιορισμό της ανθρώπινης ελευθερίας.   

Αυτά ισχυρίζεται η θεολογική απολογητική ευρισκόμενη αντιμέτωπη με το πρόβλημα. Ο Ηλίας Λάγιος ωστόσο, μετά από σαρανταέξι χρόνια καθημερινής οδύνης ενός συνήθους, κοινότατου βίου (όπως αναφέρει σε σημείωσή του στο τέλος του βιβλίου) δεν μπορεί να συγχωρήσει τον Κύριο των Δυνάμεων για το τόσο κακό. Και στην ποιητική του σύνθεση προσάπτει στον Ιησού, εξιστορώντας και υπομνηματίζοντας τα περιστατικά του ιστορικού του βίου, όλες τις κατηγορίες που ήδη αναφέραμε, για να τονίσει, καθώς προχωράει και αναπτύσσεται το ποίημα, περισσότερο τη σκληρότητα και την αγριότητα του Θεανθρώπου. Ο Χριστός κατονομάζεται ψυχρός και αμετάτρεπτος, ουδέτερος σαν άζωτο, ομολογεί ότι ατενίζει αναίσθητα την ανθρωπότητα, κι αφού ξεραίνει σε μιαν αναίτια επίδειξη δύναμης την άκαρπη συκιά, προσπερνάει αδιάφορος, για να διαβεί απ’ το θαύμα σ’ άλλο θαύμα· και καταλήγει, στο τελευταίο πια ποίημα της σύνθεσης, άδειος κι εκδικητής να υπόσχεται – ή μήπως να απειλεί; – τον  Πέτρο και την ανθρωπότητα ολόκληρη:

 

καλό, κακό δικά μου κι αξεχώριστα, είσαι το θύμα μου κι είμαι η πλανεύτρα

                         μάγισσα.

θα σ’ αφαιρώ από σέναν (όπως κι όλους, μη μ’ ευχαριστείς) κομμάτι το 

                         κομμάτι.

 

σε κάποιον θα χαρίσω ν’ ανεβεί στον έβδομο ουρανό, να θαμπωθεί από

                        σχήματα ασχήματα,

κι ύστερα, ίνα μη υπεραίρωμαι, θα του στείλω κακιάν αρρώστια να τον 

                       κολαφίζει.

 

Αν όμως είναι αυτή η κυρίαρχη διάθεση και το βασικό μοτίβο του ποιήματος, δεν είναι μόνο αυτό. Ήδη το διπλό μότο, που εισάγει τον αναγνώστη στην προβληματική του ποιήματος, καθορίζει και τη διπλή ψυχική αφετηρία της σύνθεσής του. Από τη μία, με ένα σύντομο απόσπασμα από την Έξοδο, ο Θεός κατονομάζεται ζηλωτής και με αυστηρή γλώσσα προειδοποιεί τον Ισραήλ για την αποκλειστική πίστη και λατρεία που απαιτεί· και από την άλλη, με τη δεύτερη φράση, από το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, που προτάσσεται του ποιήματος, ζητάει ο ποιητής από τον Θεό βοήθεια μέσα στην απιστία του. Όπως περίπου κάνει και στα δύο ποιήματα της σύνθεσης που τιτλοφορούνται Πρώτος Παρακλητικός και Δεύτερος Παρακλητικός, τα οποία μοιάζει ν’ αποτελούν παραινέσεις του ποιητή προς εαυτόν ν’ αναζητήσει παραμυθία και να εμπιστευτεί τη σωτηρία του στο Αρνίον, όπου πραότατα βελάζει και να αρνηθεί πια τα δαιμονικά κρυφογνεψίματα. Είναι ωστόσο το γεμάτο αισθησιασμό ποίημα για τη Μαγδαληνή που κατέχει κεντρική και εξέχουσα θέση μέσα στην όλη σύνθεση και λειτουργεί ως πυρήνας της και το κλειδί για τις σημασίες του ποιήματος πρέπει ενδεχομένως σε αυτό να το αναζητήσουμε.

 

προβαίνει η κόρη της ντροπής με στάμνα μυροφόρο,

όσα κατέχει το κορμί δε μίλησαν τ’ αξήγητα,

κι ειν’ το βυζί της προσφορά, κι ειν’ η κοιλιά της δώρο.

 

Κατά την ευαγγελική παράδοση η Μαγδαληνή κατεχόταν από επτά δαιμόνια, από τα οποία την ελευθέρωσε ο Ιησούς διώχνοντάς τα από μέσα της· σύμφωνα όμως με τον θρύλο, που και ο Ηλίας Λάγιος εκμεταλλεύεται στο ποίημά του, η Μαγδαληνή ήταν πόρνη που μετανόησε και έκτοτε ακολουθούσε και υπηρετούσε πιστά τον Χριστό. Και όπως η αμαρτωλή γυναίκα κρούει τη θύρα του σπιτιού, τη θύρα του παράδεισου, / να γένει η πόρνη, λιγερό κι απάρθενο κοράσι, έτσι μοιάζει να κάνει και ο ποιητής. Μόνο που αυτός βρίσκεται στην τραγική θέση να ζητάει παρηγοριά και βοήθεια από Αυτόν ακριβώς, τον οποίο με βιαιότητα και πάθος την ίδια στιγμή κατηγορεί. Όπως δηλώνεται δηλαδή και στο σημείωμα του τέλους, όπου ο Λάγιος διαβεβαιώνει πως δεν πρόκειται να συγχωρήσει ποτέ τον Ιησού Χριστό για το κακό και τον πόνο που επιτρέπει, μα αναρωτιέται κιόλας (αντιλαμβανόμενος την πικρή ειρωνεία του γεγονότος) αν ο Κύριος των Δυνάμεων μπορέσει, κάποτε, να συγχωρήσει τον ίδιο τον ποιητή. Σε αυτή την άβυσσο της αγωνίας είναι που χτίζει το σπίτι του ο ποιητής κι είναι μεταξύ οργής και αδυναμίας που αέναα μετεωρίζεται η ψυχή του και ο λόγος του. Κι έτσι Ο Άνθρωπος από τη Γαλιλαία μάς βάζει να αναλογιστούμε, άλλη μια φορά, για τον ρόλο του ποιητή στους στερημένους από Θεό καιρούς μας (για να θυμηθούμε εδώ και τον Hölderlin). Και η μόνη απάντηση που ο Λάγιος καταφέρνει να υπαινιχθεί είναι πως η ποίηση κατοικεί στην απελπισία και αποστολή, προνόμιο και καταδίκη της είναι να κρούει εξακολουθητικά την κλεισμένη θύρα του παραδείσου – άλλοτε για να ανοιχθεί από μέσα και άλλοτε για να την γκρεμίσει.

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

kolagios 

Το παρόν μελέτημα πρωτοεμφανίστηκε στην ιστοσελίδα http://www.happyfew.gr, τον Ιανουάριο του 2005 και λίγο αργότερα στη Νέα Εστία.