ΣΤΟ ΡΑΦΙ ΤΟΥ BOOKCROSSER: ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Εμείς οι bookcrossers –και μάλλον όλοι οι βιβλιόφιλοι– αρχίζουμε συχνά καυγάδες για τη λογοτεχνική αξία διαφόρων βιβλίων. Στο Bookcrossing βέβαια, έχεις το καλό ότι συνήθως οι καυγάδες γίνονται πάνω από έναν περιποιημένο καπουτσίνο, κανένα σπιτικό γλυκό ή ακόμα καλύτερα σε κανένα ομαδικό τσιμπούσι. Γρήγορα οι μεζέδες μάς αποσπάνε από τη γνώμη των άλλων –την οποία δεν πρόκειται να αλλάξουμε όσο και αν αλαλάζουμε– και η γενική γαστριμαργική θυμηδία γεφυρώνει τα χάσματα στις βασικές μας τις αρχές. Όσο πιο αριστουργηματικό θεωρείται ένα βιβλίο, όσο περισσότερο εντάσσεται σε διάφορους λογοτεχνικούς «Κανόνες», τόσο μεγαλύτερος ο καυγάς. Εβδομάδες κάναμε να συνέλθουμε στο ελληνικό φόρουμ από το θάνατο το Σάλιντζερ. Όχι απ’ το θρήνο αλλά γιατί ξύπνησε ο προαιώνιος καυγάς για το αν ο «Φύλακας στη σίκαλη» είναι αριστούργημα ή απλώς μία τεράστια υπερεκτιμημένη πατάτα (ή ακόμα καλύτερα σαν εξ Αμερικής υπερπροωθημένη γαλοπούλα, άνοστη αλλά παγκοσμίως best seller). Δε θα σας πω ευθέως ποια άποψη υποστήριξα εγώ, ας πούμε ότι συντάσσομαι με τη συμBookstandισσα Κατερίνα Μαλακατέ και τη στηρίζω πλήρως στην επί της γαλοπούλας βαθμολογία. Τώρα θα τη φωνάξω για ούζο με μεζέ να μαλώσουμε για το παρακάτω υπερεκτιμημένο «αριστούργημα».

 Louis-Ferdinand-Celine-007

Τίτλος: Ταξίδι στην άκρη της νύχτας

Συγγραφέας: Σελίν (Λουί – Φερντινάν – Ωγκύστ Ντετούς)

Καταχωρήθηκε από karjim την Δευτέρα, 12 Μαρτίου 2012

Βαθμολογία: 5/10

Νέο σχόλιο: Δευτέρα, 12 Μαρτίου 2012

 

Ομολογώ ότι το βιβλίο δεν το γνώριζα. Το κατέγραψα στα υπ’ όψιν όταν σε μία ψηφοφορία στο blog ΒΙΒΛΙΟΚΑΦΕ για τα μυθιστορήματα που ΠΡΕΠΕΙ κάποιος να έχει διαβάσει στη ζωή του κατέλαβε την τρίτη θέση. Πιθανότατα δικαίως όπως θα καταλάβετε και από τη δική μου κριτική. Όπως πρέπει τα αγόρια να πηγαίνουμε στρατό για να γίνουμε άντρες, πρέπει να περάσουμε μια κατοχή, ένα πόλεμο, μία φυσική καταστροφή για να μάθουμε να επιβιώνουμε και να εκτιμάμε όσα έχουμε και άλλα τέτοια χαριτωμένα ευχάριστα.

Φυσικά, το βιβλίο δε μου άρεσε. Για την ακρίβεια το σιχάθηκα. Ο λόγος που δεν τολμάω να βάλω χαμηλότερη βαθμολογία είναι γιατί στο κεφάλαιο «τέχνη του λόγου» παίρνει άριστα. Η γλώσσα είναι τόσο πλούσια, αιχμηρή, δαιδαλώδης, ακανθώδης και απρόσμενη που το βιβλίο αποτελεί κείμενο προς μελέτη για τη γραφή του. Συνεπώς το ΠΩΣ είναι γραμμένο αγγίζει αναμφίβολα το αριστούργημα.

Όμως: Επειδή πρέπει να εξετάσω το βιβλίο συνολικά και όχι μόνο από πλευράς χρήσης της γλώσσας, πρέπει να επισημάνω και τα μειονεκτήματα. Η φόρμα υπερέχει κατά πολύ του περιεχομένου και της οικονομίας του βιβλίου. Η ομορφιά και ο πλούτος της γλώσσας πολλές φορές λειτουργεί ως αυτοσκοπός και κάνει το βιβλίο, φλύαρο, παραληρηματικό, βερμπαλιστικό και επαναλαμβανόμενο. 590 σελίδες ψιλών γραμμάτων και άλλες περίπου 100 με σχόλιο και επίμετρο, δείχνουν ότι το βιβλίο δεν είναι ευκολοδιάβαστο. Ότι κι αν λένε οι μετρ της λογοτεχνικής κριτικής εγώ αυτό το βάζω πάντα στα μειονεκτήματα του βιβλίου. Δε με αφορούν εξ απόψεως τα βιβλία για λίγους, δε βαυκαλίζομαι ότι αποτελώ λογοτεχνική ελίτ που διαμορφώνει Κανόνες. Πάντως εύγε στη μεταφράστρια Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου για το κατόρθωμά της (ελπίζω να πληρώθηκε όχι μόνο τη μετάφραση αλλά και τις  απαιτούμενες ψυχοθεραπείες μετά).

 

Και εδώ περνάμε στο ΤΙ γράφει το βιβλίο, την υπόθεση, την πλοκή. Εδώ ήταν ο κόλαφός μου.

Πρώτον το βιβλίο αποτελεί ένα ιδιόμορφο road book, ένα βιβλίο περιπλάνησης. Σιχαίνομαι τα βιβλία περιπλάνησης. Αυτά που ο ήρωας ψάχνει κάτι που και ο ίδιος δεν ξέρει τι είναι και φεύγει διαρκώς από μέρος σε μέρος και από περιπέτεια σε περιπέτεια. Δε μου άρεσε ως παιδί ούτε η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Προτιμώ την Ιλιάδα από την Οδύσσεια. Θέλω πάντα να βλέπω τον κεντρικό άξονα του βιβλίου που δικαιολογεί τις εξιστορήσεις και αφηγήσεις. Αν διαπιστώσω ότι αυτές είναι ο κεντρικός άξονας χαλιέμαι. Ναι είμαι Αιγόκερως εάν αναρωτιέστε.

Ο ήρωας (;) λοιπόν παίρνει μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φεύγει στις Γαλλικές αποικίες του Κονγκό, από εκεί στην Αμερική, στο Ντητρόιτ και τη Νέα Υόρκη, και καταλήγει γιατρός (δεν κατάλαβα καν πώς έγινε γιατρός) στη Ρανσύ στα προάστια του Παρισιού και την Τουλούζη αλλά και σε ένα άσυλο ψυχικά ασθενών, περιέργως όχι ως τρόφιμος. Μόνος συνδετικός κρίκος μεταξύ όλων αυτών των ασύνδετων –εκτός από το συγγραφέα που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο– ένας φίλος που εμφανίζεται και εξαφανίζεται, ο Ροβινσώνας.

Και τέλος πάντων αν υποθέσουμε ότι ούτε αυτό το συνεχές οδοιπορικό δε με χάλασε στο βιβλίο γιατί μιλάει για μία άλλη εποχή και πολλές άγνωστες σε μένα περιοχές και ιστορίες, το βασικότερο που μου γύρισε τα συκώτια ήταν ο πλήρης μηδενισμός. Στο βιβλίο δεν υπάρχει ούτε μία θετική σκέψη, ούτε ένας θετικός ήρωας, ούτε ένα ιδανικό, ούτε μία υψηλή αρχή που ο συγγραφέας να βρίσκει ενδιαφέρουσα για να αποδεχτεί ή έστω να επισημάνει. Τα πάντα αποκαθηλώνονται, μηδενίζονται, στηλιτεύονται. Είναι σαν να βλέπεις τον κόσμο μέσα από το άνοιγμα μίας βρώμικης λεκάνης τουαλέτας. Το βιβλίο γραμμένο σε πρώτο ενικό, προσωποποιείται στον αφηγητή-ήρωα και τον δείχνει μισάνθρωπο, μισογύνη, αντικοινωνικό, αήθη, συμπλεγματικό, καταθλιπτικό. Άλλη πλευρά δεν υπάρχει. Μόνο η πλευρά της νύχτας την οποία εννοεί και ο τίτλος. Κάτι σαν να μιλάει συνεχώς ένα είδος λογοτεχνικού σκληροπυρηνικού ΚΚΕ που πρέπει να αντιδρά στο οτιδήποτε καταγγέλλοντας μόνο και φωνάζοντας ΟΧΙ και χωρίς έστω μία αναγνώριση ενός ανθρώπινου ιδανικού, μιας ελπίδας, βρε αδελφέ. Αν εδώ αναλογιστείς ότι ο συγγραφέας ήταν εγνωσμένος ναζιστής και αντισημίτης που καταδικάστηκε επί εσχάτη προδοσία στη Γαλλία στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καταλαβαίνεις ότι διαβάζεις κάποιες από τις βασικές αρχές ενός καθάρματος. Και παρόλο το λογοτεχνικό (κυριολεκτικά) ταλέντο δεν μπορώ ούτε να ταυτιστώ, ούτε να ενθουσιαστώ, ούτε να εκστασιαστώ με ένα τέτοιο βιβλίο. Μόνο να αηδιάσω. Και επειδή συνηθίζω να διαβάζω τα βιβλία μου με τον πρωινό μου καφέ (και άλλες ώρες αλλά σίγουρα με τον πρωινό καφέ) δεν υπήρχε χειρότερος τρόπος να ξεκινάω τη μέρα μου από αυτό το ντους μίσους και αποσύνθεσης.

Λυπάμαι αλλά αυτό το βιβλίο για μένα μόνο ως παράδειγμα προς αποφυγή μπορεί να λειτουργήσει, παρά τον αστείρευτο γλωσσικό του πλούτο. Γιατί πιστεύω ότι το ταλέντο ενός ανθρώπου πρέπει να μπορεί να λειτουργήσει και στο σκοτάδι και στο φως, και στο μίσος και στην αγάπη. Αν υπάρχει μόνο στο σκοτάδι, τότε το ταλέντο απλώς αποτελεί ένδειξη ενός αντικοινωνικού διαταραγμένου ανθρώπου, που η όποια επιβράβευση επιτείνει την ψυχική του αρρώστια. Γι’ αυτό και τα πέντε αστεράκια που αντικατοπτρίζουν τη μετριότητα. Δε θα ασχοληθώ ξανά μαζί του. 

 993article_1262162288-thumb-large

Η πορεία του βιβλίου στο bookcrossing: Το βιβλίο περιμένει να διαβαστεί και από άλλους bookcrossers για να γράψουν τα σχόλιά τους. Έτσι ο καυγάς μετριάζεται γιατί τα σχόλια δε γίνονται ταυτόχρονα. Μπορεί να το πάρει και η Κατερίνα αν θέλει για να γράψει τη δική της –διαφορετική– κριτική. Τα άλλα δύο αντίτυπα πάντως που κυκλοφορούν καταχωρημένα στο bookcrossing από την merolia και το panost φαίνεται ότι κανείς από τους δύο δεν κατάφερε να τα διαβάσει. Η merolia έκανε το δικό της bookring και ο panost το απελευθέρωσε ασχολίαστο στα κάλαντα που τραγουδήσαμε οι Αθηναίοι bookcrossers το Δεκέμβρη του 2011, έξω από το Μουσείο της Ακρόπολης μοιράζοντας δωρεάν βιβλία στους περαστικούς. Όσο σκέφτομαι τι μπουναμάς χριστουγεννιάτικος περίμενε το δύσμοιρο που το πήρε… Βρε, λες και να το θεωρήσει αριστούργημα τελικά;

Δημήτρης Αλεξίου