ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ: 6 ΠΟΙΗΜΑΤΑ

524429_10200473349370198_1803423332_n

Η λυρική πλάνη

 

Σε σένα, μικρή μου Βεατρίκη, στηρίζει κάθε ποιητής τις ελπίδες του.

Εμένα προσωπικώς με φάγανε οι δρόμοι σου

κι ούτε ένα ποίημα.

 


 

 

Ανακλητικό

 

Πρώτος να περάσει μέσα ο δεκαπενταετής πλοίαρχος

ύστερα να μπει σκονισμένος ο Ιβανόης αφήνοντας τ’ άλογό του στην πόρτα

Ο καλός μας επίσκοπος Μυριήλ να καθίσει σ’ αυτή την καρέκλα

καθ’ ον χρόνον ο Μάριος

θα ξεδιπλώσει μια βουτηγμένη στο αίμα του σημαία

προς απόδειξιν

της προδοσίας του βασιλόφρονος παππού του

 

Ο Τομ Σώγιερ, το πειραχτήρι, θα πετάξει ένα ποντίκι στο παράθυρο

και θα βγει να τον κυνηγήσει με τη σκούπα η κυρία Θεναρδιέρου

η γριά Φραγκογιαννού

(που έχει χρόνια να μιλήσει στις γειτόνισσες)

κι η ματαιόδοξη Μαρμελάδοβα

 

– Τόσο πολύ τους σκέπτομαι ώστε θα με βαρέθηκαν

 


 

Η ιστορία ενός χαρταετού

 

Αυτή είναι η ιστορία ενός χαρταετού

που δεν είχα ποτέ.

Μπορεί να έπαιζα στα μάρμαρα του Θησείου που άλλο δεν είχαν

στο μυαλό τους παρά μόνο πώς

–με χρόνια με καιρούς–

θα ξαναγύριζαν στο χώμα

Μπορεί να ήταν δικό μου το σινεμά Κόσμος (μηχανουργείο νομίζω σήμερα)

που έσβησε μια Κυριακή απόγεμα τα φώτα του κι επρόβαλε

το έργο Παπούτσι από τον τόπο σου

 

Μπορεί να έφτανε και το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας οπότε άρχιζε να

υποκύπτει το καλοκαίρι και μου αγόραζαν     

κάθε χρόνο ένα τόπι

και παγωτό Έβγα και μαλλί της γριάς

Το βράδυ στρώναμε να κοιμηθούμε στη ταράτσα κι άκουγα το τραμ

να κατεβαίνει την οδό Ερμού τρικλίζοντας

Χτυπώντας ένα γλυκό καμπανάκι μόλις φρέναρε στους Αγίους Ασωμάτους

σα να το περίμεναν προκειμένου να συντάξουν την αναφορά τους

            οι λυμφατικοί άγιοι

 

Τι άλλο θυμάμαι;

Θυμάμαι το Σινεάκ όπου ο Άμποτ έπαιζε μισή ώρα σφαλιάρες με τον κουτό Κοστέλο

ενώ λίγα λεπτά κατόπιν έρχονταν τα Επίκαιρα κι ο γενναίος εθνικός μας στρατός

            τσάκιζε τους συμμορίτες

καθ’ ην ώραν η βασίλισσα Φρειδερίκη εγκαινίαζε αράδα παιδουπόλεις

όπου χαρούμενα ορφανά φιλούσαν το χέρι της μ’ ευγνωμοσύνη

 

Θυμάμαι επιπροσθέτως το βιβλιοπωλείο Αετός στην οδό Βουκουρεστίου

που κάθε τρίτη του μηνός

– όταν κατέφθανε η σύνταξη–

η χοντρή γιαγιά μου αποκτούσε κύρος στον Οίκο των Άσερ και τότε είχαμε Μόγλη

            το παιδί της ζούγκλας, Δασκάλα με τα χρυσά μάτια και Φιλέας Φογκ

Σιρκούφ τον Θαλασσινό

Βουγ Ζαργάλ

και λουκουμάδες κατά την επιστροφή στο Ζαχαροπλαστείον ο Κρίνος

 

Θυμάμαι τις μπλε κόλλες που μου έντυναν κάθε Σεπτέμβρη τα τετράδια.

Τις ετικέτες με το όνομά μου, την πλάκα και το κοντύλι μου, τις πένες

χήνες μου, την απέραντη απελπισία μου όταν άπλωνε τρίχες το μελάνι

 

Θυμάμαι μια φορά που έλειψε γα λίγες μέρες η μάνα μου και νόμισα

            πως εγώ έφταιγα

Τις γκαζές μου, τα μολυβένια στρατιωτάκια μου, τις χαλκομανίες μου,

            τη δασκάλα μου δεσποινίς Ουρανία

– σαράντα χρόνια άκλιτη

Όλα αυτά θυμάμαι πως τα είχα:

Μα χαρταετό δεν αμόλυσα ποτέ.

 


 

Απολυτίκιο

 

Το γεγονός ότι το Πάσχα

με κάνει

να αισθάνομαι καλύτερος

δεν αποδεικνύει

την ύπαρξη

του Θεού.

 


 

 

Ο καθένας με την ομπρέλα του.

Όμως εγώ

δεν μπορώ

χωρίς

τη βροχή σου.

 


 

Δεν μπορώ όμως πιο πολύ να σ’ αγαπήσω.

Τι να την κάνεις άλλωστε εσύ τη σημερινή αγάπη μου

ενόσω όλα τα ιστιοφόρα των ναυπηγείων μου άλλαξαν καιρό

ενόσω πνίγηκαν τα νησιά μου

κι οι μετοχές μου έπιασαν πάτο –

 

Πώς να τολμήσω λοιπόν να σου υπενθυμίσω

τις Κυριακές που περάσαμε μαζί

εφόσον επακολούθησαν Δευτέρες;

 

Μάριος Μαρκίδης

 8702

«Μετά είκοσι έτη», εκδ. Ύψιλον,

«Ποιήματα με ημερομηνία λήξεως», εκδ. Καστανιώτη

«Βαποράκια», εκδ. Νεφέλη

«Παρά ταύτα», εκδ. Νεφέλη