Η ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΗ

Ξεκίνησα να γράφω για την αγαπημένη ηρωίδα της εφηβείας μου την Εβραία, έτσι από μια παρόρμηση της στιγμής, μετά ήρθε στο μυαλό μου η Μπλανς Ντυμπουά –  κάτι όφειλα να γράψω και για αυτή. Ένιωθα ότι της το χρωστούσα. Τελείωσα. Ωραία, σκέφτηκα, και με αυτό κλείνω τους λογαριασμούς μου με το παρελθόν.

Ησυχία όμως δεν έβρισκα, τα βράδια μέσα στο μυαλό μου τριγύριζαν και όλες οι άλλες ηρωίδες της παγκόσμιας δραματουργίας και όχι μόνο,  που σημάδεψαν την εφηβεία μου αλλά και τα νεανικά μου χρόνια· αναμφίβολα όλες έχουν συμβάλει  στην «όποια» προσωπικότητα έχω διαμορφώσει σήμερα. Ίσως με πείτε τρελή, αλλά  δεν μπορώ να προσποιηθώ ότι δεν έζησαν μέσα μου, όλες κομμάτια μου, δεν μπορώ να τις αφήσω στην άκρη, νιώθω ότι μία μία παίρνει τη σειρά της στο μυαλό μου και  περιμένει να ασχοληθώ μαζί της.

Έτσι ήρθε και η σειρά της κυρίας Χι. Από το «Η ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΗ» του Α. Στρίντμπεργκ.

«Η Πιο Δυνατή» είναι ένα μονόπρακτο-μονόλογος, λίγες σελίδες μιας παντρεμένης ηθοποιού προς την ερωμένη του άντρα της. Στη σκηνή υπάρχουν και οι δύο γυναίκες, η ερωμένη δεν μιλά καθόλου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι παίζει μόνο με τις εκφράσεις του προσώπου της. Ενώ η σύζυγος ξεκινά έναν καταιγιστικό  μονόλογο γεμάτο αντιφατικά συναισθήματα, ο πόνος, εναλλάσσεται με τον θυμό, το μίσος, την ταπείνωση, την εκδίκηση, και στο τέλος μία άγρια χαρά νίκης και δύναμης απέναντι στην ερωμένη ή αλλιώς στη γυναίκα «αντίπαλο».

Στο έργο «Η πιο δυνατή» η σύζυγος αρχίζει να μιμείται την ερωμένη του άντρα της μέχρι που κυριολεκτικά μεταμορφώνεται στην ερωμένη του, προκειμένου να κερδίσει ξανά την αγάπη του. Όπως χαρακτηριστικά λέει στο τέλος:

«…Εσύ δεν πήρες τίποτα από μένα αντίθετα σκόρπισες πολλά από τα δικά σου. Και τώρα συνέβη με μένα ό,τι και με τον κλέφτη, καθώς ξύπνησες έχασες όλα όσα πήρα εγώ. Κανενός ανδρός την αγάπη δεν μπόρεσες να κρατήσεις μ’ όλες τις τουλίπες σου και τα πάθη σου, ενώ εγώ το πέτυχα. Δεν μπόρεσες να μάθεις την τέχνη να ζεις από τα τόσα βιβλία σου, ενώ εγώ την έμαθα. Δεν απέκτησες δικό σου παιδί σαν τον Έστιλ, όσο και αν του έδωσες το όνομα του πατέρα σου. Τώρα πηγαίνω σπίτι και παίρνω μαζί μου τις τουλίπες. Τις τουλίπες σου! Δεν μπόρεσες να μάθεις τίποτα από τους άλλους, δεν μπόρεσες ποτέ, για μια στιγμή, να λυγίσεις μπροστά στους άλλους κι έτσι έσπασες σαν ένα ξερό κλαδί. Εγώ όμως δεν σου ‘μοιασα. Σ’ ευχαριστώ, Αμέλια, για ό,τι μ’ έμαθες. Σ’ ευχαριστώ ιδιαίτερα που έμαθες στον άντρα μου πώς ν’ αγαπά. Τώρα πηγαίνω σπίτι να χαρώ την αγάπη του.»

«ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΤΖΟΥΛΙΑ – Η ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΗ» ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ, Εκδόσεις «Δωδώνη», Μετάφραση: Πέλος Κατσέλης.

Η πιο δυνατή ~280895-253-1(1)

Δεν θυμάμαι ούτε πόσες φορές ούτε πότε ακριβώς διάβασα το έργο, πάντως έχουν περάσει  πολλά χρόνια.

Το έργο με εντυπωσίασε. Κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι μια σπουδή πάνω στον έρωτα και την αγάπη. Γραμμένο το 1889 θεωρείται «κόσμημα των θεατρικών μονολόγων». Ο Α. Στρίντμπεργκ  φωτίζει μια άλλη πλευρά της έννοιας του διεκδικώ αυτόν που αγαπώ. Προσωπικά όμως παρόλο που καταλάβαινα ότι το μονόπρακτο ήταν αριστούργημα, για αυτό γύριζα σε αυτό ξανά και ξανά, δεν μπορούσε να με αγγίξει, να με συγκινήσει, δεν ένιωθα κανένα συναίσθημα για την πρωταγωνίστρια. Ίσως γιατί οι προσλαμβάνουσες που είχα από απατημένες συζύγους αλλά και η έννοια της δύναμης στη σχέση και στον έρωτα είχαν άλλο νόημα για μένα.

Σαν κοριτσάκι θυμάμαι μια φίλη της μητέρας μου που ο άντρας της την απατούσε. Τριγυρνούσε σκιά του εαυτού της, μόνιμα με ένα τσιγάρο στο χέρι και καφέ. Επισκεπτόταν τη μητέρα μου, κλεινόντουσαν στην κουζίνα και συζητούσαν ώρες ατελείωτες· από τα λίγα που κρυφάκουγα, δεν είχε αφήσει μάγισσα, καφετζού και ό,τι άλλο κυκλοφορεί από αυτούς τους απατεώνες που να μην το είχε επισκεφτεί για να της δώσει μία ελπίδα, τη θυμάμαι πάντα στα όρια της παράνοιας.

Η δεύτερη «απατημένη» σύζυγος που γνώριζα ήταν η γιαγιά μου. Ο παππούς ήταν μεγάλος γυναίκας, τόσο γυναικάς που λένε ότι στο γάμο του η μητέρα του και η αδελφή του, μόλις μπήκε στην εκκλησία, κλείδωσαν την πόρτα και έκρυψαν το κλειδί από φόβο μην το σκάσει! Η γιαγιά μου, το «Μαρικάκι», όπως την αποκαλούσαμε, αντί για παιδικά παραμύθια μού διηγούταν τις εξωσυζυγικές περιπέτειες του παππού. Όπως άλλα παιδιά θυμούνται τη γιαγιά να τους εξιστορεί τη Σταχτοπούτα, εγώ θυμάμαι την ιστορία της σχέσης του παππού μου με τη «Μαριάνθη» ή αλλιώς τη «Σμυρνιά» όπως την αποκαλούσε η γιαγιά.  Αν κάνετε λίγο υπομονή θα καταλάβετε πιο κάτω το λόγο που τη διηγούμαι.

Ο παππούς μου, λοιπόν, τα είχε μπλέξει με τη Μαριάνθη τη «Σμυρνιά» και είχαν δεσμό αρκετά χρόνια. Το Μαρικάκι το ήξερε, αλλά δεν ασχολούταν, δεν ήταν άλλωστε η πρώτη απιστία του παππού και σίγουρα δεν θα ήταν η τελευταία. Όμως όλα άλλαξαν όταν έφτασε στα αυτιά της γιαγιάς ότι η «Σμυρνιά» διαδίδει πως ο παππούς είναι αρραβωνιαστικός της και πρόκειται να παντρευτούν. Αυτό το «Μαρικάκι» δεν μπορούσε να το ανεχτεί, και έτσι αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της.  Ούτε καφετζούδες, ούτε χαρτούδες  ούτε χαζοσυζητήσεις  με φίλες. Πάει ένα πρωί, τη στήνει έξω από το σπίτι τής ανυποψίαστης Μαριάνθης και παραφυλάει να βγει. Με το που ξεμυτάει αυτή από το σπίτι, τη βουτάει από τα μαλλιά η γιαγιά μου, και πού σε πονεί και πού σε δέρνει, πρέπει να έπεσε χοντρό ξύλο, η γιαγιά μου βγήκε με ένα σπασμένο δάχτυλο, η Μαριάνθη δεν γνωρίζω.  Βγήκε η γειτονιά στον δρόμο και προσπαθούσε να τις χωρίσει,  τελικά  κατέληξαν στα δικαστήρια και, φυσικά, στη δίκη η νόμιμη σύζυγος αθωώθηκε πανηγυρικά. Ο παππούς σαν βρεγμένη γάτα γύρισε στην οικογενειακή παστάδα και η Μαριάνθη μάλλον προχώρησε στη ζωή της. Το Μαρικάκι φυσικά τον συγχώρεσε, αλλά αυτά δεν τα ξέχασε ποτέ, για αυτό χρόνια αργότερα, όταν εγώ ήμουν έφηβη και ήθελε να πονέσει τον «παππού», με έβαζε κάτω, μού έπλεκε τα μαλλιά κεφτεδάκια -που ήταν το αγαπημένο χτένισμα της Μαριάνθης- δύο πλεχτές κοτσίδες γυρισμένες σε κότσους πάνω από τα αυτιά, και με έστελνε στη βεράντα που καθότανε να του πάω τον καφέ!

Ο παππούς αν και δεν ασχολούταν ιδιαίτερα με μας τα εγγόνια του, κάθε φορά που με έβλεπε έτσι χτενισμένη, με φώναζε κοντά του και μου έλεγε: «Μια συμβουλή θα σου δώσω και να τη θυμάσαι: να μάθεις ο άντρας να σε φοβάται, να μη σε λυπάται, άπαξ και σε λυπηθεί τελείωσες.»

Αυτή η συμβουλή ήταν που με σημάδεψε μέχρι και σήμερα. Ο άντρας να με φοβάται, να μη με λυπάται! Η Δύναμη, που τρύπωσε στο μυαλό μου και στην καρδιά μου και δεν βγήκε ποτέ… Δύναμη να μην δείξεις στον άλλον ότι σε πονάει, να μη λυγίσεις, ακόμα και αν αυτό  σημαίνει ότι μπορεί  να σπάσεις. Να μπορείς να φεύγεις πάντα πρώτη με το κεφάλι ψηλά «αλύγιστη». Κανείς να μην μπορεί να σε πατήσει. Πάντα δυνατή και Μοιραία.

Που είναι όμως η αγάπη σε όλο αυτό; Αφήνεσαι ποτέ πραγματικά στον άλλον;

Παρατηρώ όλες τις μοιραίες γυναίκες στην ιστορία του κινηματογράφου. Αναρωτιέμαι πόσες από αυτές τις Θεές μπόρεσαν να κρατήσουν την αγάπη κάποιου. Πόσες έζησαν μια «ευτυχισμένη» ζωή δίπλα σ’ έναν άνθρωπο; Είναι η ιδέα μου ή οι περισσότερες από αυτές στην πραγματική τους ζωή ήταν μόνες; Η Γκρέτα Γκάρμπο; Η Άβα Γκάρντερ; Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ;  Ή η Μέριλιν;

Νομίζω ότι είναι τελείως διαφορετικό να είσαι η φαντασίωση κάποιου και τελείως διαφορετικό να μπορείς να κάνεις μια μακροχρόνια σχέση, να βιώσεις και να παλέψεις να κρατήσεις μια σχέση ζωντανή. Να έχεις τη δύναμη να σκύβεις το κεφάλι, να υπομένεις και να σωπαίνεις. Σήμερα, ξαναδιαβάζοντας το μονόπρακτο, διαπίστωσα πόσο πολύ ζηλεύω την κυρία Χι., τη ζηλεύω θανάσιμα. H κυρία Χι ξέρει να παλεύει για να κρατήσει τον άνθρωπο που αγαπάει, υποκρίνεται, ταπεινώνεται, μάχεται με τον εαυτό της και τελικά νικάει.

Εγώ ξέρω ότι  δεν θα μπορούσα ποτέ να μεταμορφωθώ σε μία άλλη γυναίκα για να κρατήσω την αγάπη κάποιου. Δεν μπορώ ή δεν θέλω; Δεν ξέρω, ίσως και τα δύο.  Ίσως να είμαι πολύ εγωίστρια, ίσως να ξέμεινα μια «βασίλισσα» άνευ θρόνου, πιο δυνατή μόνο στο μυαλό μου και ίσως, το τονίζω ΙΣΩΣ, μόνη και αδύναμη τελικά.

Έλενα Κολυβοδιάκου